ξυνεκύκα

ξυνεκύκα
ξυνεκύκᾱ , συγκυκάω
throw into a ferment
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκυκώ — άω, Α 1. αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατεύω 2. δημιουργώ κυκεώνα 3. προκαλώ σύγχυση, κάνω κάτι άνω κάτω, συνταράσσω («ἤστραπτεν, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυκῶ «αναμιγνύω, αναταράσσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”